γριούλα

γριούλα
η [γριά]
μικρόσωμη γριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γριούλα — η μικρόσωμη ή συμπαθητική γριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιαγιά — και υποκορ. γιαγιάκα, η 1. η μητέρα τού πατέρα ή τής μητέρας 2. (ως προσηγορία ηλικιωμένων γυναικών γενικά) σεβαστή γριούλα 3. (σπάν.) η αδελφή τής γιαγιάς, η μεγάλη θεία 4. φρ. «μεγάλη γιαγιά ή προγιαγιά» η μητέρα τής γιαγιάς, η προμάμμη.… …   Dictionary of Greek

  • γραΐδιο — το (AM γραΐδιον, Α και γρᾴδιον) [γραΐς] 1. γριούλα, μικροσκοπική γριά 2. πονηρή γριά, παλιόγρια …   Dictionary of Greek

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

  • Φέιτ, Ρίνβις — (Feith, Τσβόλε 1753 – 1824). Ολλανδός ποιητής και συγγραφέας. Είναι ένας από τους πρώτους ρομαντικούς ποιητές που υιοθέτησαν τη λεγόμενη νυχτερινή ποίηση του Γιουγκ. Από τα έργα του διακρίνονται τα μυθιστορήματα: Τζούλια (1783) και Φερδινάντος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”